κοινιάζω

κοινιάζω
γίνομαι μέλος κοινάτου, συγκροτώ συνεταιρισμό για κοινή τυροκομική παραγωγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -ιάζω με σημασιολογική επίδραση τού κοινάτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”